- Ἀκαρνᾶνες
- Ἀκαρνάνmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αγαθαρχίδας — (5ος αι. π.Χ.). Κορίνθιος στρατηγός, που διοικούσε τον πελοποννησιακό στόλο κατά το τρίτο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου και ηττήθηκε στη Ναύπακτο από τον Αθηναίο στρατηγό Φορμίωνα, το 429 π.Χ. Προβλέποντας τη θαλασσοταραχή, ο Φορμίων άφησε τον … Dictionary of Greek
Αιτωλίας και Ακαρνανίας ή Αιτωλοακαρνανίας, νομός — Νομός (5.461 τ. χλμ., 224.429 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος. Πρωτεύουσα του ν.Α. είναι το Μεσολόγγι (12.225 κάτ.). Αντιστοιχεί με μικρές διαφορές στις περιοχές της αρχαιότητας Αιτωλία και Ακαρνανία. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Φωκίδος … Dictionary of Greek
Όλπαι — Ονομάζεται και Όλπη. Αρχαίο φρούριο και οικισμός στην ανατολική ακτή του Αμβρακικού κόλπου, σε απόσταση μιας ώρας από το Αμφιλοχικό Άργος, τη σημερινή Αμφιλοχία. Το φρούριο είχε χτιστεί από τους Ακαρνάνες, που το χρησιμοποιούσαν ως έδρα κοινού… … Dictionary of Greek
Φορμίων — (; – 428 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός που υπήρξε διάσημος ναύαρχος. Το 440 – 439 π.Χ. πολέμησε μαζί με τον Περικλή εναντίον της Σάμου και το 432 π.Χ. οι Αθηναίοι τον έστειλαν με 30 πλοία για να βοηθήσει τους Ακαρνάνες να καταλάβουν το Άργος… … Dictionary of Greek
Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς … Dictionary of Greek
Τιτάν — (Αστρον.). Ένας από τους 9 δορυφόρους του Κρόνου και ο λαμπρότερος. Είναι ορατός με τηλεσκόπιο μικρής έντασης ως αστέρας 8,3 μεγέθους. Ανακαλύφθηκε το 1655 από τον Χούιγκενς. Σε σειρά απόστασης από τον κεντρικό πλανήτη έρχεται έκτος και απέχει… … Dictionary of Greek
μεγιστάνας — ο (ΑM μεγιστάν, ᾱνος, Μ και μεγιστάνος) αυτός που έχει μεγάλη ισχύ ή που βρίσκεται σε θέση υπεροχής, ισχυρός νεοελλ. φρ. «μεγιστάνας τού πλούτου» πολύ πλούσιος άνθρωπος, πάμπλουτος νεοελλ. μσν. ανώτερος αξιωματούχος, άρχοντας, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πελεκάνος — (pelecanus onocrotalus). Πτηνό της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Το στεγανόποδο αυτό έχει κοινά μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας που προαναφέρθηκαν. Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο και… … Dictionary of Greek
πλήτομον — Α (κατά τον Ησύχ.) «παλαιόν. Ἀκαρνᾱνες» … Dictionary of Greek
όφατα — ὄφατα (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Ακαρνάνες) «δεσμοὶ ἀρότρων». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οφνίς] … Dictionary of Greek